προσεκτικός

προσεκτικός
η , ό[ν]
1) внимательный, тщательный, аккуратный (о человеке, работе и т. п.);

προσεκτικός μαθητής — внимательный ученик;

προσεκτική μελέτη — внимательное изучение;

2) осмотрительный, осторожный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "προσεκτικός" в других словарях:

  • προσεκτικός — attentive masc nom sg προσκτίζω build perf part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεκτικός — ή, ό / προσεκτικός, ή, όν, ΝΑ, και προσεχτικός, ή, ό, Ν [προσέχω] αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να προσέχει (α. «προσεκτικός μαθητής» β. «χρωμένων τῶν ῥητόρων... τοῑς προοιμίοις, ὑπὲρ τοῡ προσεκτικώτερον ἢ εὐνούστερον ποιεῑν τὸν… …   Dictionary of Greek

  • προσεκτικά — προσεκτικός attentive neut nom/voc/acc pl προσεκτικά̱ , προσεκτικός attentive fem nom/voc/acc dual προσεκτικά̱ , προσεκτικός attentive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεκτικώτερον — προσεκτικός attentive adverbial comp προσεκτικός attentive masc acc comp sg προσεκτικός attentive neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεκτικωτέρων — προσεκτικός attentive fem gen comp pl προσεκτικός attentive masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεκτικῶν — προσεκτικός attentive fem gen pl προσεκτικός attentive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεκτικόν — προσεκτικός attentive masc acc sg προσεκτικός attentive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεκτικώτατα — προσεκτικός attentive adverbial superl προσεκτικός attentive neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεκτικώτατον — προσεκτικός attentive masc acc superl sg προσεκτικός attentive neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεκτικοί — προσεκτικός attentive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεκτικοῦ — προσεκτικός attentive masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»